αείπονος

αείπονος
-η, -ο και -ος, -ο
1. ο γεμάτος κόπους και μόχθους
2. ο γεμάτος πόνους και λύπες
(«αείπονος ζωή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αεὶ + πόνος
η λ. πλάστηκε από τον Άγγελο Βλάχο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”